-
1 ποικιλία
ποικιλία, ἡ, das Buntsein durch Schnitz- oder Bildwerk, Stickerei; dah. übh. die Verzierung, auch Mannichfaltigkeit; στίλβειν ἐν τῇ τῶν ἄλλων χρωμάτων ποικιλίᾳ, Plat. Phaed. 110, d; τῇ περὶ τὸν οὐρανὸν ποικιλίᾳ, Rep. VII, 529, d. ὄψων, III, 404 d; λύρας, Legg. VII. 812 d. Plat. verbindet ὑφαντικὴ καὶ ποικιλία (Stickerei) καὶ οἰκοδομία. Rep. III, 401 a (vgl. ποικιλία τοῦ ῥαφιδευτοῠ, LXX.); καὶ ζωγραφία, II, 373 a; γρα φαὶ ποικιλίαι, Xen. Mem. 3, 8, 10; ποικιλίαις κοσμεῖν λόγον, Isocr. 5, 27; u. so vom Schmucke der Rede übertr., gew. in tadelndem Sinne, Dem. 29, 1 u. Sp.; auch übertr., Geistesgewandtheit, Schlauheit, Pol. 24, 2, 2. – Mannichfaltigkeit, Wechsel, πραγμάτων, Pol. 9, 22, 10.
-
2 δῆλος
δῆλος (also [dialect] Dor., Archyt.1, Theoc.11.79, etc., and [dialect] Aeol., cf. πρόδηλος), η, ον, also ος, ον E.Med. 1197: [dialect] Ep. [full] δέελος:I prop. visible, conspicuous,δέελον δ' ἐπὶ σῆμά τ' ἔθηκε Il.10.466
, but:II commonly, clear to the mind, manifest,νῦν δ' ἤδη τόδε δ. Od.20.333
, etc.2 δ. εἰμι is freq. used c. part., δ. ἐστιν ἀλγεινῶς φέρων i.e. it is clear that he takes it ill, S.Ph. 1011, cf. OT 673, 1008, etc.; οἳ ἂν δ. ὦσι μὴ ἐπιτρέψοντες who are clearly not going to permit, Th. 1.71; withὡς, δ. ἐστιν ὥς τι δρασείων κακόν S.Aj. 326
;δ. ἔσεσθε ὡς ὀργιζόμενοι Lys.12.90
, cf. X.An.1.5.9; δ. ὁρᾶσθαι.. ὤν being as was plainly to be seen, E.Or. 350: with ὅτι and a Verb,δ. ἐστιν ὅτι.. ἀκήκοεν Ar.Pl. 333
;δ. ἡ οἰκοδομία ὅτι κατὰ σπουδὴν ἐγένετο Th.1.9
<*>;δ. ἔσται ὅτι.. Lys.12.50
: sts. the part. or relat. clause must be supplied, καταγελᾷς μου, δ. εἶ (sc. καταγελῶν) Ar.Av. 1407, cf. Id.Lys. 919; δῆλοι δέ (sc. οὐ μένοντες) Th.5.10.3 δῆλον ποιεῖν show plainly,τινὶ ὅτι.. Id.6.34
, etc.: c. part.,δῆλον ἐποιήσατε.. μηδίσαντες Id.3.64
.4 δῆλον (sc. ἐστί) it is manifest,αὐτὸς πρὸς αὑτοῦ· δῆλον S.Aj. 906
;ἀλγεινά, Πρόκνη, δῆλον Id.Fr. 585
;ἐκ πίθω ἀντλεῖς, δῆλον Theoc.10.13
; δῆλον δέ, to introduce a proof, folld. by γάρ, Th.1.11, Arist.Col. 799a5, etc.;δῆλον γάρ S.Fr.63
;δῆλον ὅτι Th.3.38
, etc.;τὰ Κύρου δῆλον ὅτι οὕτως ἔχει X.An.1.3.9
, cf. Cyr.2.4.24, etc., v. δηλονότι: in pl.,δῆλα δή, δ. δ. καὶ ταῦτα Pl.Cri. 48b
;ἢ δ. δ. ὅτι..; Id.Prt. 309a
, etc.: hence as Adv., usu. written δηλαδή (q.v.).5 Adv. δήλως is rejected by [dialect] Att., Poll.6.207.
См. также в других словарях:
οικοδομία — οἰκοδομία, ἡ (Α) [οικοδόμος (Ι)] 1. οικοδόμηση («καὶ δήλη ἡ οἰκοδομία... ὅτι κατὰ σπουδὴν ἐγένετο», Θουκ.) 2. οικοδόμημα … Dictionary of Greek
Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… … Dictionary of Greek
Μέγας, Γεώργιος — (Μεσημβρία Ανατολικής Ρωμυλίας 1893 – 1976). Λαογράφος, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στα πανεπιστήμια της Λειψίας και του Βερολίνου. Αρχικά σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός σε… … Dictionary of Greek
λεσβίος — ία, ο, θηλ. και λεσβιάδα (AM λεσβίος, ία, ον, Α θηλ. και λεσβίας, άδος και λεσβίς, ίδος) [Λέσβος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λέσβο ή προέρχεται από τη Λέσβο 2. (το αρσ. και θηλ. ως εθνικά) ο Λεσβίος, η Λεσβία ο κάτοικος τής Λέσβου ή… … Dictionary of Greek